- πάνδοχος
- και πανδόχος, -ον, Αβλ. πάνδοκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek
πανδοχείος — ον, Μ [πάνδοχος] 1. αυτός που δέχεται όλους («πῶς ἄφνω σὲ κατέπιεν ὁ πανδοχεῑος ᾅδης», Διγεν. Ακρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. πανδοχείο … Dictionary of Greek
πανδοχικός — ή, όν, Α [πάνδοχος] αυτός που τους δέχεται όλους, πανδεχής.* … Dictionary of Greek
ՊԱՆԴՈԿԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0596 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. πανδοχεύς, πανδόχος, πανδόκος, πάνδοξ, καπηλυτικός hospes meritorius, caupo, stabularius. իտ. oste, locandiere. Պահապան կամ տէր պանդոկի. խանճը, գօնագ սահապը. *Հանեալ ետ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)